ετερογνώμων

ετερογνώμων
ἑτερογνώμων, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει διαφορετική γνώμη
μσν.
(για τη θέληση τού Χριστού αναφορικά με την ανθρώπινη και τη θεία υπόστασή του) διαφορετικός, ξεχωριστός στη σκέψη
αρχ.
1. αυτός που έχει ευμετάβλητες σκέψεις, ασταθή νου
2. (για σκέψεις) μεταβλητός, ασταθής
3. αυτός που προκαλεί διαφωνία, διένεξη ή διχόνοια («ἑτερογνώμονα στοιχεῑα»).
επίρρ...
ἑτερογνωμόνως
με διαφορετική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + γνώμων (πρβλ. α-γνώμων, ευ-γνώμων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἑτερογνώμων — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογνώμονα — ἑτερογνώμων neut nom/voc/acc pl ἑτερογνώμων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόγνωμον — ἑτερογνώμων masc/fem voc sg ἑτερογνώμων neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογνωμόνως — ἑτερογνώμων adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογνώμονας — ἑτερογνώμων masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογνώμονες — ἑτερογνώμων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογνώμονος — ἑτερογνώμων gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογνώμοσι — ἑτερογνώμων dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογνώμοσιν — ἑτερογνώμων dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτογνώμων — αὐτογνώμων, ον (AM) μσν. αυτός που εμμένει στη δική του γνώμη, ο ισχυρογνώμονας αρχ. αυτός που ενεργεί κατά τη δική του κρίση ή βούληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γνώμη (πρβλ. αγνώμων, ετερογνώμων, ομογνώμων κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”